- χλωριονατριούχος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. χημ. αυτός που περιέχει χλωριούχο νάτριο ως κύριο συστατικό του2. φρ. «χλωριονατριούχα πηγή»γεωλ. μεγάλη κατηγορία ιαματικών πηγών, το νερό τών οποίων περιέχει περισσότερο από ένα γραμμάριο ανά λίτρο διαλυμένο χλωριούχο νάτριο, καθώς και άλλες χλωριούχες ενώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < χλώριο + νάτριο + -ούχος*].
Dictionary of Greek. 2013.